ῖυγξ

ῖυγξ
ῑ̆υγξ (ἶυγξ?)
1 wryneck, a bird, tied upon a wheel and used as a magic charm to entice.

ποικίλαν ἴυγγα τετράκναμον ἐν ἀλύτῳ ζεύξαισα κύκλῳ μαινάδ' ὄρνιν P. 4.214

ἴυγγι δ' ἕλκομαι ἦτορ νεομηνίᾳ θιγέμεν N. 4.35

]Ἰυγ[γ (= Κηληδόνες v. 71, the golden birds on the third temple of Apollo at Delphi) Πα. . . ]ἴυγγα τ[ρ]οχο[ Θρ. 1. . ]ιιυγ[γ (supp. Lobel) P. Oxy. 2445 fr. 21b.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἴυγξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγξ — wryneck fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίυγξ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πάνα και της Ηχούς. Ήταν θεράπαινα της κόρης του Ινάχου, Ιούς, και έμπειρη σε φάρμακα και μαγείες που υποδαύλιζαν τον έρωτα, τα οποία χρησιμοποίησε για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Δία για την Ιώ. Σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • ἰύγγων — ἴυγξ wryneck fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγα — ἴυγξ wryneck fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγας — ἴυγξ wryneck fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγες — ἴυγξ wryneck fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγι — ἴυγξ wryneck fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγγος — ἴυγξ wryneck fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴυγξι — Ἴυγξ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴυγξι — ἴυγξ wryneck fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”